- φιλερημία
- φῐλ-ερημία, ἡ,A love of solitude, Cat.Cod.Astr.2.161.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλερημία — ἡ, Α [φιλέρημος] η αγάπη τής ερημιάς, τής μοναξιάς … Dictionary of Greek